- θήῃς
- τίθημιpaor subj act 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θῄης — θῇος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορφανικός — ή, ό (ΑΜ ὀρφανικός, ή, όν) [ορφανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορφανό ή στην ορφάνια αρχ. 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που στερήθηκε τους γονείς του, ορφανός («μὴ παῑδ ὀρφανικὸν θήῃς χήρην σε γυναῑκα», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek
πανθηής — ές, Α αυτός που τόν βλέπουν όλοι, ορατός από όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θηής (< θηέομαι, ιων. τ. του θεῶμαι «βλέπω», πρβλ. θηη τός θηη τήρ, απρμφ. αορ. θηή σασθαι)] … Dictionary of Greek